δοξάριον

δοξάριον
δοξάριον, το (Α)
1. ανάξια λόγου τιμητική διάκριση, ασήμαντο αξίωμα*
2. ασήμαντη δοξασία, θεωρία, διδασκαλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δοξάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξαρίοις — δοξάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξαρίου — δοξάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξαρίων — δοξάριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξαρίῳ — δοξάριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάρια — δοξάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάρι — το (AM τοξάριον, Μ και δοξάριον και δοξάριν) τόξο νεοελλ. 1. ουράνιο τόξο 2. ο ουράνιος θόλος 3. το τόξο έγχορδων μουσικών οργάνων (π.χ. βιολιού) με το οποίο πάλλονται οι χορδές τους 4. όργανο παρόμοιο με δοξάρι για το ξύσιμο μαλλιού, βαμβακιού κ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”